- οξύμωρο(ν)
- το :
οξύμωρο(ν)
σχήμα — лингв, оксюморон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οξύμωρο(ν)
σχήμα — лингв, оксюморонΝέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οξύμωρος — η, ο (Α ὀξύμωρος, ον) 1. ο κατά έντονο τρόπο φαινόμενος μωρός, ο φαινομενικά ανόητος, αλλά στην πραγματικότητα ευφυής 2. φρ. «οξύμωρο σχήμα» γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο συνάπτονται έννοιες αντιφατικές, που αποκλείουν η μία την άλλη… … Dictionary of Greek
οξύμωρος — η, ο 1. ο έξυπνος που φαίνεται μωρός, ο παράξενος. 2. στο συντακτικό «οξύμωρο σχήμα», σχήμα λόγου όπου οι έννοιες λέξεων αποκλείουν η μια την άλλη, ενώ έχουν λογική βάση: Πάω σιγά, για να φτάσω γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)